2 x (1 part vodka + 3 parts ginger beer + lime juice) ή Θερινοί φόβοι

•10 Αυγούστου, 2019 • Σχολιάστε

Μέρες φόβου κυλούν. Παρόμοιος φόβος με αυτόν που κατέγραψε ο Μανόλης κάποιον Νοέμβρη στα 80ς, αλλά σε χαμηλότερη ένταση. Φόβος διαφορετικός από αυτόν που βίωσες το ’06-12 αν ήσουν (ήσουν;) στη σχολή, τη διαδήλωση, τη συνέλευση, το δικαστήριο, το κρατητήριο, την πλατεία, τη γειτονιά. Η ειλικρίνεια επιβάλλει τη μνήμη: η στοιχειώδης παρουσία «στο δρόμο» ήταν προβληματική. Ευκαιριακή, βασισμένη περισσότερο στο διαπροσωπικό μίσος παρά στο ταξικό, με άφθονο στυλ και σπάνια στοιχεία συνέπειας και ευφυΐας. Ίσως να ήταν τύχη, ίσως όχι, γνώρισα όμως εξαιρέσεις που θα μπορούσαν άνετα να εκτοξεύσουν (αναμφισβήτητα και εναντίον μου) κάτι περισσότερο από τα βελάκια της κριτικής μου. Η ουσία της πάντως δεν αλλάζει: η όψιμη αγανάκτηση είναι μια εξέγερση που δε χρειάζεται κανείς. Η αντικυβερνητική γκρίνια ως αντανακλαστικό των χρόνιων θεατών είναι αστείο που φοβίζει.

Υ.Γ. Moscow mule

Ανάμνηση από την Κατοβίτσε

•9 Μαΐου, 2019 • Σχολιάστε

Ήταν χειμώνας του ’12, του ’11 ή πιο πριν; Δεν είμαι σίγουρος. Πάντως θυμάμαι το χαμηλό φωτισμό κοντά στη μπάρα κι ένα ποτό στο χέρι μου. Βράδυ, σε κάποιο πάρτι στο στέκι μεταναστών, συζητώ μ’ ένα σύντροφο που αν και συμμετείχαμε στην ίδια ομάδα δεν ένιωσα ποτέ πολύ κοντά του. Μου πρότεινε να διαβάσω την Ανακωχή.

Η επόμενη μέρα ήταν η 1η Μαΐου· η 3η Μαΐου ήταν κάποια σημαντική — ούτε κι εγώ ξέρω ποια — πολωνική επέτειος. Στις 8 Μαΐου, ο πόλεμος τέλειωσε. Η είδηση, όσο κι αν ήταν αναμενόμενη, έσκασε σαν βόμβα. Επί οκτώ μέρες το στρατόπεδο, η Κομμανταντούρ, η Μπογκουτσίτσε, η Κατοβίτσε, ολόκληρη η Πολωνία, ολόκληρος ο Κόκκινος Στρατός ξέσπασαν σ’ ένα παραλήρημα ενθουσιασμού. Η Σοβιετική Ένωση είναι μια αχανής χώρα και η καρδιά της ένα κολοσσιαίο φυτώριο μέσα στο οποίο συναντά κανείς, μεταξύ άλλων, μια ομηρική ικανότητα για χαρά και ξεφάντωμα, μια πρωτόγονη ζωτικότητα, ένα αμόλυντο παγανιστικό χάρισμα για εκδηλώσεις, γλέντια και πανηγύρια.

— Πρίμο Λεβί, Η Ανακωχή

Έχω την ανάμνηση ενός πολυήμερου πανηγυριού, λίγο έξω από την Κατοβίτσε. Σίγουρα ο ενθουσιασμός δε θα μπορούσε να είναι ο ίδιος: το τέλος του πολέμου βρίσκεται σε μια άλλη, διαφορετική διάσταση από την Πολωνία του 2017. Ωστόσο, η ζωτικότητα ήταν εκεί. Όπως και το χάρισμα στην οργάνωση του γαμήλιου πάρτι ενός ιταλοπολωνικού έρωτα — ακόμα κι αν ο επίμονος, ισοπεδωτικός καθολικισμός έχει προσπαθήσει να σβήσει κάθε ίχνος παγανισμού.

Πέρα από τα συναισθήματα και τις δικές μας καθημερινές ή έκτακτες εμπειρίες, διαβάζοντας την καταγραφή του Πρίμο Λεβί αντιμετωπίζεις ένα αδιαπέραστο τείχος. Είναι αδύνατο να κατανοήσεις τη συνθήκη εγκλεισμού, μαζικού θανάτου-εξολόθρευσης και μακροχρόνιας επιστροφής-νόστου που βίωσε ο ίδιος ή οι συγκρατούμενοι και συνοδοιπόροι του. Ένα περιστατικό στέρησης ελευθερίας, τακτικά φαινόμενα απώλειας και προσβολής της σωματικής ιδιωτικότητας και ακεραιότητας ή μια εκπαιδευτικού τύπου επίσκεψη σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης — όσο διαβρωτικές καταστάσεις κι αν είναι — παραμένουν μονοδιάστατες απέναντι στην πραγματική έκταση της Ανακωχής.

Μη διαβάζεις φήμες.

•17 Ιανουαρίου, 2019 • Σχολιάστε

Διαβάζω φήμες: «ο Μιχαλολιάκος θα αθωωθεί».

Καλά, είναι αυτό το σημαντικότερο νέο της μέρας; Δεν είναι το ινστα φιντ μου; Η χι-ψι κυβερνητική κρίση; Οι ειδοποιήσεις από τους αγαπημένους μου γιουτιούμπερς; Η φανταστική πρόταση ενός εκπαιδευόμενου χαφιέ στο γραφείο να φοράμε παπιόν τις Δευτέρες; Το προκλητικά κρυμμένο μεγάλο στήθος της συναδέλφου μου;

Πότε ξεκινάει η χωροχρονική παραμόρφωση; Είναι πέντε χρόνια αρκετά ή μήπως τα έξι; Οι έξι μήνες; Πόσο συχνά προφέρεις το όνομα Σαχζάτ Λουκμάν (Shehzad Luqman) στις συζητήσεις σου; Άραγε σαν μετανάστης ο ίδιος, τον θυμάσαι τώρα πιο συχνά; Σαν εργαζόμενος;

Είσαι εργαζόμενος, μην το ξεχνάς. Κι ας μη σηκώνεσαι στις 3 για να πας στη δουλειά. Κι ας μην έχεις σηκωθεί ούτε μια φορά στη ζωή σου στις 3 το πρωί. Πόσο μάλλον για να ψάξεις για δουλειά. Να ψάξεις και να βρεις μια κάποια δουλειά σε ξένη χώρα. Πόσο μάλλον για να βρεις μια μαύρη, κακοπληρωμένη, σκατοδουλειά. Μια μαύρη, κακοπληρωμένη, σκατοδουλειά στην οποία θα πρέπει να πας με το ποδήλατο μέσα στη νύχτα του Γενάρη. Μια μαύρη, κακοπληρωμένη, σκατοδουλειά γεμάτη την ταλαιπώρια του χειμώνα, ενώ γίνεσαι αποδέκτης ρατσιστικής βίας. Ρατσιστικής δολοφονικής βίας. Ρατσιστικής δολοφονικής βίας που ΔΕΝ αναγνωρίζεται. Όχι τουλάχιστον όπως αναγνωρίζεται αυτόματα στο νεκροτομείο το πρόσωπό σου από τη μητέρα σου. Αυτής που σε έφερε σε αυτόν τον κόσμο, για να σε χάσει. Και που για να σε χάσει, έπρεπε να ταξιδέψει. Να ταξιδέψει όχι σε μπίζνες κλας. Άλλωστε οι μπίζνες κλας δεν είναι κάτι ξεχωριστό σε τέτοιες πτήσεις — δεν είναι ένα υπερατλαντικό, λονγκ χολ, φιρστ γουορλντ εξπίριενς ταξίδι. Να ταξιδέψει για να σε δει. Να σε δει για τελευταία φορά. Να αναγκαστεί να γελοιοποιήσει αυτό που λέμε δικαιοσύνη. Τη δικαιοσύνη του «δεν υπάρχουν κίνητρα ρατσιστικά». Ότι όλα έγιναν για μια ασήμαντη αφορμή. Εκεί στις 3 το πρωί που γεμάτος αφορμές ξυπνάς για τη δουλειά. Μες το Γενάρη. Με το γαμημένο ποδήλατο.

ΝΙΩΘΩ ΚΙ ΕΓΩ ΤΗΝ ΟΡΓΗ. PAUSE. ΚΙ ΑΣ ΞΥΠΝΑΩ ΣΤΙΣ 9. STOP. ΚΙ ΑΣ ΠΑΤΩ TO ΚΟΥΜΠΙ ΤΗΣ ΑΥΤΟΜΑΤΗΣ ΜΙΖΑΣ. START. ΣΤΑ ΒΑΘΗ ΤΗΣ ΒΑΥΑΡΙΑΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΕΝΗ. SEND. ΑΠ’ ΤΑ ΚΟΚΚΑΛΑ ΒΓΑΛΜΕΝΗ ΤΩΝ ΕΓΚΛΕΙΣΤΩΝ ΤΑ ΙΕΡΑ. DELIVER. ΠΟΤΙΣΜΕΝΟ ME ΑΙΜΑ ΤΣΙΜΕΝΤΟ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΩΝ. PROFIT. ΞΕΠΛΥΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΑΓΟΡΑΛΟΓΙΑΣ, ΤΣΙΤΑΤΑ ΤΟΙΧΩΝ ΚΑΙ ΦΗΜΕΣ. REBRAND.

Περί τεράτων (κι άλλων δαιμονίων)

•6 Δεκεμβρίου, 2018 • Σχολιάστε

Όσο μακραίνει των χρόνων η ουρά, τόσο θα μοιάζω με τ’ απολιθωμένα εκείνα τέρατα.

— Β. Μαγιακόφσκι

Wer mit Ungeheuern kämpft, mag zusehn, daß er nicht dabei zum Ungeheuer wird. Und wenn du lange in einen Abgrund blickst, blickt der Abgrund auch in dich hinein.

— F. Nietzsche

Να λοιπόν που ζήσαμε με τα τέρατα για μια δεκαετία. Φτηνό αστείο, μια ανοησία εν είδει ευφυολογήματος. Ξέρεις καλά ότι γεννηθήκαμε μαζί τους με την ελπίδα μεγαλώνοντας να διαφέρουμε.

Μια φευγαλέα σκέψη είναι ότι όλες αυτές οι επέτειοι που μνημονεύουμε ως παραγωγοί περιεχομένου — κι εδώ γέλα όσο θες αγαπητέ αναγνώστη που δε γνώρισες ποτέ σου δημοσιογράφους (ή μπάτσους) σαν τον Πάκο — θα γεμίσουν άδειους ψηφιακούς τοίχους σαν περιεχόμενο-κονσέρβας από κάποιο ξεχασμένο δεκαπενταύγουστο των ’90ς.

Από την άλλη όμως όντως πέρασαν δέκα χρόνια κι αν δε χρειάζεται να πέσουμε στην παγίδα της μνήμης της εξέγερσης — αυτό ήταν πάντα προνόμιο των ξεπερασμένων Εξεγερμένων ή των κληρικών της αφομοίωσης — αξίζει να ειπωθεί κάτι φαινομενικά απλό: δε γινόταν να υπάρχουμε αλλιώς. Πήραμε στην καρδιά μας — άλλες μεταφορικά κι άλλες, δυστυχώς, κυριολεκτικά — μια μόνιμη πληγή, τη δική μας Ρωγμή, ένα σημάδι που θα σέρνεται με το σαρκίο μας σε κάθε του βήμα.

Από μνήμης λοιπόν, με το υλικό των δακρύων, των (τυχερών) αγκαλιών εκείνων που μας πήραν πίσω ζωντανούς και της ψιθυριστής φωνής μας:

σε απέναντι μπαλκόνια ζω / ξημερώματα μιας άλλης πόλης / γεμάτη παιδικά παράπονα χαμόγελα / και μια φωτιά στα χέρια

Γιατί με δουλεύουν τόσο σκληρά;

•4 Νοεμβρίου, 2017 • 1 σχόλιο

Είναι το γουορκ λάιφ μπάλανς απαραίτητο; Νεαρός κι επιτυχημένος εξέκιουτιβ (βλ. το-αφεντικό-του-αφεντικού-του-αφεντικού-της-αφεντικίνας-του-μάνατζέρ-μου) μάς εξέθεσε πρόσφατα σε ενδοεταιρικό μπλογκ την — προσωπική του πάντα — άποψη ότι το 50-50, δηλαδή ο ισότιμος διαχωρισμός της μέρας σε εργασία κι ιδιωτική ζωή, είναι ένα ακόμη ξεπερασμένο λαϊτμοτίφ των δυτικών κοινωνιών. Το μποντιλιαρισμένο αιργουέι Σιγκαπούρης-Λονδίνου ήταν ο ιδανικός χωροχρόνος για να συντάξει ο εξέκιουτίβ μας ένα μονόστηλο που υποστηρίζει το 100-0: «μπορεί όλο αυτό το μήνα να είδα ελάχιστα τη γυναίκα και τις κόρες μου, αλλά συνάντησα τόσ@ς πολλ@ς από εσάς κι είναι τόσο σημαντικό αυτό που κάνουμε εδώ, τώρα!». Ο εναγκαλισμός της ανισορροπίας κι η εξύφανση του τριπτύχου Επιθυμία-Δημιουργικότητα-Ταυτότητα (βλ. ατέλειωτη-εργασία-στην-κοινότητα-του-έντερπραϊζ) στον ιστό της ιδιωτικής ζωής της εργατικής αριστοκρατίας και των διευθυνόντων μοιάζει με αναπόφευκτη συνθήκη. Όπως γράφουν κι αυτοί που ξέρουν να βάζουν τα πίξελ με τη σωστή σειρά: «Με ρωτάν για μια δουλειά. Κι εγώ σκέφτομαι με όρους ταυτότητας, κοινότητας, σκοπού — τα πράγματα που δίνουν νόημα και κίνητρο. Μιλώ για τη ζωή μου.» – https://www.1843magazine.com/features/why-do-we-work-so-hard.

Κοκτέιλ για τη ζωή και τον κομμουνισμό

•19 Σεπτεμβρίου, 2016 • Σχολιάστε

Είναι η πραγματική κίνηση
των σκιέρ των ιταλικών Άλπεων
των πρωινών των περασμένων δεκαετιών
των συντρόφων της πρώτης γραμμής
των μισθωτών τραπεζικών υπαλλήλων
των υπηκόων της πολωνικής επαρχίας
των διευθυντών της γαλλικής μητρόπολης
των τραγουδιών της χαμένης κοινότητας
των ξεφραγκιασμένων γαμπρών
των ανικανοποίητων νυφών
των αόρατων χηρών του παγκόσμιου Νότου
όσων τέλος πάντων χαζεύουν από το ισόγειο την ομίχλη να τυλίγει τα φώτα των προαστίων
που καταργεί τη σημερινή κατάσταση των πραγμάτων

Υ.Γ. Το λιμοντσέλο οφείλει να προηγείται της βόντκα προκειμένου να μη διαταράσσεται ο εμπειρικός κανόνας που αναδεικνύει (sic) την αναλογική σχέση μεταξύ οινοπνεύματος και ιστορικού χρόνου.

Εμείς οι λίγοι, οι ακραίοι…

•21 Απριλίου, 2016 • 1 σχόλιο

…που δεν ξέρουμε πώς να σταθούμε μπροστά στον κόσμο και κοκκινίζουμε συχνότερα από ντροπή παρά από μίσος. Είμαστε, ασφαλώς, εκείνοι οι «δίχως χιούμορ», «ακοινώνητοι» κι «αχάριστοι» υπάλληλοι που δε συμμετέχουν στην πρωτοχρονιάτικη πίτα της Εταιρίας. Η μεγάλη μαρμελάδα των ανθρώπων της πόλης μάς χλευάζει ως κοινωνούς της μονοτονίας —η συνομοταξία όσων ζουν τις Κυριακές τους χωρίς εκκλησία ή γήπεδο, πίνοντας σε λάθος ώρα και κλίμα υπερτιμολογημένο κρασί. Ναι, εκείνοι που φορώντας ένα φτηνό πουκάμισο απαντούν όλο συγκατάβαση στους Πελάτες, είμαστε εμείς! Διορθώνοντας αόρατα τα λάθη του αφεντικού μας, μισούμε την αταξία, όντας καταδικασμένοι να τη σπείρουμε. Σε εμάς, τους αποκλεισμένους των μίτινγκς του χι-λέβελ μάνατζμεντ, τα μαλλιά μας σκορπίζουν συχνότερα και γίνονται όλο πιο λαδερά, έτσι όπως γλιστράνε τα λεπτά «απασχόλησης» στο σι-αρ-εμ. Λωτοφάγοι στη χώρα του ανοίκειου, προσευχόμαστε στη λησμονιά ως ιδεολογία: «να αγαπάμε τους άλλους για ό,τι είναι και όχι για ό,τι θέλουμε να τους κάνουμε».

ΠΕΣ ΜΟΥ ΑΛΗΘΕΙΑ
ΑΓΝΩΣΤΕ ΔΙΑΒΑΤΗ
ΕΞΟΡΙΣΤΕ ΠΟΙΗΤΗ
ΣΙΧΑΜΕΝΕ ΠΛΑΝΗΤΑ
ΗΡΘΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ Η ΩΡΑ
ΟΣΩΝ ΚΛΕΙΝΟΥΝ ΜΕΣΑ ΤΟΥΣ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
ΧΩΡΙΣ ΝΑ ‘ΝΑΙ ΤΙΠΟΤΑ ΑΠ’ ΑΥΤΟΝ;

Παραίτηση ή c’est la Bérézina

•31 Οκτωβρίου, 2015 • 1 σχόλιο

Είναι μεσοβδόμαδα, βράδυ, σχεδόν μεσάνυχτα κι ο πληροφοριακός υπερεργάτης υπνοβατεί. Έχοντας χάσει κάθε ελπίδα για την αποκατάσταση μιας τάξης πραγμάτων, ζει σε πλήρη έκταση τον εφιάλτη του off-world: έξω από τα όρια του σταθερά οικοδομημένου κόσμου ονειρεύεται ξανά και ξανά τη μέρα της παραίτησης.

Με σύνεση έχει προβλέψει όλες εκείνες τις λεπτομέρειες ενός φαινομενικά χαμηλής προτεραιότητας meeting invite που θα στείλει στο διευθυντή του. Στο πεδίο subject σκέφτεται να συμπληρώσει κάτι γενικόλογο όπως «internal» ή «quick catch-up» και στο πεδίο location να ορίσει ένα ουδέτερο έδαφος: «4th floor meeting room». Ctrl+Enter.

Φαντάζεται τα βλέμματα των συναδέλφων να τον ακολουθούν καθώς κατευθύνεται στο γραφείο του διευθυντή για να κοντοσταθεί στην πόρτα του και να υπενθυμίσει τη συνάντησή τους. Εκείνος, εκτιμώντας ότι μπροστά του έχει να διαχειριστεί ένα ακόμη αίτημα αύξησης ή την έγκριση μιας νέας εταιρικής παροχής, ίσως αντιπροτείνει με ευχάριστο τόνο «ας μιλήσουμε εδώ». Η καρέκλα του, οι πιστοποιήσεις του τμήματος και τα διαπιστευτήρια των συνεργατών στους τοίχους του γραφείου του είναι ό,τι η φαντασία της διευθυντικής τάξης κατέκτησε βασιζόμενη στην ηγεμονία των ελιγμών της. Οι λέξεις «θα πρέπει να το δω με τον γενικό, το σημειώνω και θα επανέλθω» είναι γνήσιο παράδειγμα μιας τέτοιας ανειλικρινούς διεξόδου διαθέσιμης για καθημερινή χρήση. Τη βεβαιότητα του διευθυντικού μάντρα δύναται να κλονίσει μόνο η σταθερή φωνή του διευθυνόμενου· το «κανόνι», η παραίτηση, μια μονομερής ενέργεια που πηγάζει από τις —εγγενώς βίαιες— τυχαίες μεταβλητές του επιχειρείν…

Ένα δάκρυ κυλά στα μάτια του υπνοβάτη στη σκέψη του διαρκώς κοντινού του μέλλοντος. Έχει ταυτίσει την υπομονή του με αυτή ενός ναυαγού· τα ίδια ερωτήματα τον ταλαιπωρούν: «ποια είναι η καταλληλότερη εποχή; θα βρω την ιδανική μέρα και ώρα συντονισμού με την άμπωτη; υπάρχει κάποιο πλοίο στα ανοιχτά αρκετά πρόθυμο να περισυλλέξει μια ξεθωριασμένη ανθρώπινη ανάμνηση;». Βαθιά μέσα του ξέρει: ο ήλιος λάμπει για όλο τον κόσμο κι έτσι, ακόμα κι αν τα βράδια του κυριαρχούνται από το άγχος της προσμονής ή το πάθος της εργασίας, θα ‘ρθει η στιγμή που η νέα διεύθυνση προσωπικού θα επικοινωνήσει μαζί του. Πόσο πολύ αγαπά το άγνωστο και μισεί το γνώριμο!

Το επόμενο πρωί πλησιάζει κι η περιπλάνηση δίνει τη θέση της στην υπνεργασία. Στο ενδιάμεσο, συμβαίνει καμιά φορά ο άνθρωπος μέσα του να ψελλίσει: «λοιπόν τι κάνουμε εδώ και πότε θ’ αλλάξει ο κόσμος;». Θυμάται πως, ίσως όχι πολύ καιρό πριν, μιλούσε μπροστά σε ένα πλήθος έτοιμο να τον αγκαλιάσει κι έσφιγγε το μικρόφωνο όλο και πιο δυνατά πρόθυμος να το σπάσει. Ή, πάλι, φαίνεται ν’ αναγνωρίζει φράσεις του στις γραμμές μιας προκήρυξης που μοίραζε μια παρέα παράτολμων σε πρεκάριους, μετανάστες κι εργάτες. Ορκίζεται, ακόμα, ότι έχει μια φωτογραφία ενός χορευτή που στριφογυρίζει για τη ζωή και το θάνατο στο μέτρο των εννέα όγδοων! Αλήθεια, μια παλιά φωτογραφία, ένα στιγμιότυπο μερικών βηματισμών συμπυκνωμένης απελπισίας και χειραφέτησης που μοιάζουν να αντηχούν: «είμαι αλήτης, κοίτα με, μπορώ χωρίς τη λέξη νοικοκύρης!»… Τι σημασία έχει τώρα να ανασκαλεύει αναμνήσεις ένας ακροβάτης της τηλεφωνικής γραμμής, αυτός, ο υπνοβάτης, ο υπνεργάτης, ο ναυαγός;

Οι αναμνήσεις είναι για όταν περάσουν όλα αυτά, όταν, μετά από μια εποχή ανικανοποίητων επιθυμιών, αποσπασματικών απολαύσεων κι άρρητων αρνήσεων, θα ‘χει λίγα λεπτά μες στην αταραξία της Νύχτας. Ίσως ο πόλεμος του χρόνου τον βρει απροετοίμαστο, όρθιο σ’ ένα τραμ, μεσοβδόμαδα, γυρνώντας απ’ τη νέα του δουλειά σ’ ένα υπενοικιασμένο διαμέρισμα κρυμμένο στα προάστια μιας ακόμη μητρόπολης του κυρίαρχου ψέματος. Τότε που θα ‘ναι τόσο κοντά και τόσο μακριά από εκείνη τη συντροφιά της λευτεριάς, της αλήθειας και της δικαιοσύνης και θα ζει δίχως ανάσα (άραγε σαν φάντασμα που νικά χωρίς να πολεμά ή σαν σκιά που πολεμά χωρίς να νικά;)

Ταξίδι είν’ η ζωή μας.
Στη Νύχτα, στο Χειμώνα,
Γυρεύουμε το διάβα μας,
Στον άναστρο λειμώνα.

— Άσμα της ελβετικής φρουράς (1793)

Υπνεργατική Έρευνα

•27 Ιουλίου, 2015 • Σχολιάστε

Σε συνέχεια του κειμένου 5+1 θέσεις για τις συμβουλευτικές υπηρεσίες του τεύχους νο.6 της Σφήκα, αποφασίσαμε να μεταφράσουμε την καταγεγραμμένη εμπειρία ενός πληροφοριακού εργάτη-προγραμματιστή, δημοσιευμένη στο 2ο τεύχος του περιοδικού Endnotes [1]. Ο συγγραφέας Rob Lucas περιγράφει με πιστό —και για τα δικά μας βιώματα— τρόπο τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που (όπως και στα υπόλοιπα) ενυπάρχουν στο επάγγελμά του, τα αδιέξοδα και την κανονικοποίηση που τον κρατάνε δεμένο σε μια εξουθενωτική διαδικασία σκέψης ακόμα και στον ύπνο του, τελικά τη μετατροπή του «σε σκλάβο του αντικειμένου του».

Το κείμενο έχει μια αξία για την κατανόηση της εργασιακής συνθήκης στον κλάδο των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών και γενικότερα των τομέων του τριτογενούς με υψηλή εξειδίκευση, πιεστικούς ρυθμούς και ωράρια και συνεχή εκπαίδευση, καθώς, αφενός λείπουν τουλάχιστον στον ελλαδικό χώρο οι κριτικές περιγραφές τέτοιων εμπειριών, αφετέρου οι τομείς αυτοί επεκτείνονται, η αυτοματοποίηση και το just-in-time προχωράνε και πολλοί/ες νέοι/ες βγαίνουν από τις βαθμίδες εκπαίδευσης με προοπτικές απασχόλησης εκεί. Από ό,τι ως τώρα γνωρίζουμε, τα πράγματα είναι αρκετά σύνθετα: από τη μία, μέσα στην κρίση οι πληροφορικοί/προγραμματιστές αντιμετωπίζουν κάπως χαμηλότερο πρόβλημα ανεργίας σε σχέση με άλλους τομείς, γεγονός που τείνει να αποκρυσταλλώνεται σε πολλούς/ές ως «αίσθημα κοινωνικής χρησιμότητας», ταύτιση κι ενδιαφέρον για το επάγγελμα, εξατομίκευση, ιεραρχία ή δημιουργία κοινότητας με στοιχεία «εργατικής αριστοκρατίας», πρόσδεση με το μεμονωμένο κεφάλαιο κλπ. Από την άλλη, οι περικοπές στους μισθούς, τα συνεχή άλματα στις χρησιμοποιούμενες τεχνολογίες, ο έντονος προσωπικός ανταγωνισμός που ευνοείται από την εξατομικευμένη σύμβαση/σχέση με το αφεντικό —αλλά και τη βελτίωση καθενός/μίας στον ελεύθερο του/της χρόνο— καθώς και η πιεστική, με αυστηρά deadlines νοητική εργασία δημιουργούν συχνά υπερκοπώσεις, στρες, απώλεια προσωπικού χρόνου κι ευχαρίστησης, burnouts, παραιτήσεις (εκφράσεις γνωστές για την απόδοση της κατάστασης είναι π.χ. «κάθε μέρα το μυαλό πουρές», «έχω καεί», «έπαθα overflow»…).

Η ανάλυση ωστόσο του κειμένου είναι πολύ απαισιόδοξη ως προς τις προοπτικές συλλογικών αρνήσεων και αγώνα στο χώρο εργασίας. Από την οπτική ενός γενικευμένου ή κλαδικού αγώνα, μπορούμε, με βάση τα δεδομένα που υπάρχουν, να πούμε ότι η θέση έχει βάση: ο τομέας είναι πολυδιασπασμένος, η σχέση προσωπικού background/βιογραφικού και καριέρας κυριαρχεί, τα μικρά γραφεία, οι εργολαβίες, η εξωτερική συνεργασία/μπλοκάκι και η πολυεπίπεδη μισθολογική κλίμακα δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Ούτε όμως συμβαίνει αυτό μόνο στο συγκεκριμένο τομέα, ούτε η ματαιότητα βοήθησε ποτέ κανέναν. Αυτό που παρατηρούμε στην Ελλάδα, είναι ότι στις μικρές εταιρείες, όπου η δουλειά μοιάζει αρκετά με του αυτή του τεχνίτη (αφού υπάρχει έντονο το προσωπικό στοιχείο και η δυσκολία συντήρησης του έργου από τρίτο πρόσωπο), υπάρχει εμφανής δυσκολία συλλογικοποίησης ή δυνατότητας σαμποτάζ, από την άλλη ο ανταγωνισμός παίρνει τη μορφή προσωπικής μισθολογικής διεκδίκησης και σχετικού ελέγχου του εργασιακού χρόνου/διάρκειας του project (ειδικά στην περίπτωση που η διοίκηση/εργοδότης δε γνωρίζουν το αντικείμενο). Στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, όπου οι συνθήκες γίνονται ολοένα και πιο άγριες και διευρύνεται η κατάσταση του «αναλώσιμου», υπάρχουν μεμονωμένα παραδείγματα συνδικαλιστικής διεκδίκησης (π.χ. σωματεία Intracom, Nokia Siemens, άλλα πιο μικρά γραφεία), με συχνότερα επίδικα απολύσεις ή μεγάλες περικοπές μισθών.

Είναι γεγονός ότι ο υπερτεχνολογικός καπιταλισμός αιχμής έχει δημιουργήσει στους εργαζόμενούς του κάποια διαφορετικά της σωματικής κούρασης των σκληρών επαγγελμάτων συμπτώματα και μια βίαιη «επιχειρηματική υποκειμενοποίηση», ακόμα και όταν συνοδεύεται από έναν για την εποχή «καλό» μισθό. Δε γνωρίζουμε αν η όλο και μεγαλύτερη υπαγωγή της ζωής (εδώ και του ύπνου) στο Κεφάλαιο και την εκμετάλλευση που σέρνει μαζί του θα δημιουργήσει την αναγκαιότητα δημιουργίας νέων κοινωνικών σχέσεων ή αν θα γινόμαστε όλο και πιο καπιταλιστικοί, χάνοντας τη δυνατότητα πρακτικής δραστηριότητας προς κάτι πέραν του υπάρχοντος —αυτό θα το δείξει η ιστορία. Προς το παρόν, αφήνουμε την περιγραφή στο συγγραφέα και τα κωδικοποιημένα του όνειρα.

— ρενέ, root

***

Σήμερα το πρωί, όντας στην κατάσταση εκείνη μεταξύ ύπνου και συνειδητότητας στην οποία έχεις συναίσθηση του περιεχομένου των ονείρων σου λίγο πριν ξυπνήσεις, συνειδητοποίησα ότι ονειρευόμουν ξανά σε κώδικα. Αυτό συμβαίνει πάνω-κάτω τις τελευταίες εβδομάδες —στην πραγματικότητα, τις περισσότερες φορές που συνειδητοποιώ το περιεχόμενο των διαδρομών της ασυνείδητης σκέψης μου, αυτό συνδέεται με έναν αφηρημένο τρόπο με τη δουλειά μου. Θυμάμαι να ακούω τον ήχο του τηλεφωνικού κέντρου, ενώ βρίσκομαι μεταξύ ύπνου και ξύπνιου όταν αυτή ήταν η δουλειά μου, ή επίσης ιστορίες φίλων που, όταν έκαναν μια επιπλέον βάρδια στο σουπερμάρκετ πριν πάνε για ύπνο, ξυπνούσαν από τα επαναλαμβανόμενα μπιπ της ταμειακής μηχανής που αντηχούσαν στη νύχτα. Αλλά το να ονειρεύεσαι για τη δουλειά σου είναι ένα πράγμα· το να ονειρεύεσαι όμως μέσα στη λογική της δουλειάς σου είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Φυσικά είναι θλιβερό το γεγονός αν το υποσυνείδητο κάποιου δε βρίσκει κάτι καλύτερο να κάνει από το να επιστρέφει σε μια εγκόσμια δουλειά και να συνεχίζει να εργάζεται, ή αν οι αισθήσεις του επηρεάζονται από την εμπειρία μιας παρατεταμένης εργατοημέρας. Αλλά, στην περίπτωση των ονείρων που βλέπω, ολόκληρη η λογική του μυαλού μου μετασχηματίζεται: γίνεται αυτή της δουλειάς μου. Είναι σαν τα καθημερινά, επαναλαμβανόμενα μοτίβα σκέψης και ιδιαίτερα η λογική που ακολουθώ όταν ασχολούμαι με τη δουλειά μου να παγιώνονται· να αποτελούν πια την προκαθορισμένη λογική με την οποία σκέφτομαι. Αυτό είναι κάτι το απογοητευτικό.

Το κοντινότερο που μπορώ να σκεφτώ στην εμπειρία που βιώνω είναι όταν κάποιος εξοικειώνεται πολύ γρήγορα με μια νέα γλώσσα, και φτάνει στο σημείο εκείνο που τα όνειρα και οι ασυνάρτητες σκέψεις του υποσυνειδήτου του αρχίζουν να εκφράζονται στη γλώσσα αυτή. Σε αυτή την περίπτωση επίσης πρόκειται για μια νέα “λογική” που ο νους αντιλαμβάνεται —αυτή των δομών και των μοτίβων μιας γλώσσας, και, επίσης, των ψευδο-αντικειμενικών νοητικών διεργασιών που ορίζουν τη φύση της λογικής ως κάτι συγκεκριμένο— η οποία ακόμη δεν έχει καταλάβει ολοκληρωτικά τη σκέψη, αλλά που σταδιακά κυριαρχεί σε αυτή. Κανείς στ” αλήθεια δεν καταφέρνει να αποκτήσει αυτή την αντίληψη της νόησης στη δική του γλώσσα· το άτομο δε μπορεί να αναπτύξει μια πλήρη επίγνωση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της σκέψης του. Αλλά αυτό που βιώνω τώρα είναι μια διαδικασία ξεκάθαρου διαχωρισμού: μεταξύ του εαυτού μου ως φορέα της λογικής-της-δουλειάς και του εαυτού μου ως παρατηρητή αυτού του φαινομένου.

***

Εργάζομαι στον τομέα της Πληροφορικής (ΙΤ). Πιο συγκεκριμένα, είμαι web developer. Αυτό σημαίνει ότι γράφω σχεδόν όλο τον κώδικα που υπάρχει σε μια ιστοσελίδα: γλώσσες σήμανσης όπως οι HTML και XML, την οπτική σχεδίαση, τον κώδικα που εκτελείται στο παρασκήνιο και στον browser, scripts που κάνουν μια ιστοσελίδα να “τρέχει” σε έναν server. Εργάζομαι σε μια μικρή εταιρεία, στην οποία είμαι ο κύριος web developer και συνεργάζομαι με ένα ακόμη άτομο, το οποίο ασχολείται με το γραφιστικό κομμάτι. Ο προϊστάμενός μου είναι ο IT manager, ο οποίος εκτός από το να προγραμματίζει, διευθύνει και οργανώνει το συντονισμό των διάφορων project. Πάνω από αυτόν βρίσκονται οι διευθυντές (CEOs), που είναι ένα ζευγάρι “περίεργων” ξαναγεννημένων Χριστιανών, με προσκόλληση στην ηθική της εργασίας. Με ρώτησαν για τη θρησκεία μου στη συνέντευξη πρόσληψης, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου. Η απάντησή μου ήταν ότι δε βλέπω τη θρησκεία ως απλή δεισιδαιμονία, όπως κάνει ο “μπανάλ αθεϊσμός”, αλλά ως την αληθινή έκφραση μιας ιδιαίτερης κατάστασης της ζωής, με το δικό της ουσιώδες περιεχόμενο. Θα μπορούσα να είχα προσθέσει ότι είναι “η καρδιά ενός άκαρδου κόσμου”, αλλά φαινόταν ότι σε εκείνο το σημείο τους είχα πείσει ότι είμαι ένας ενάρετος άνθρωπος, αν όχι ένας από αυτούς.

Μετά από λίγο καιρό στη δουλειά, ιστορίες άρχισαν να έρχονται στο φως: ο ένας διευθυντής ισχυρίζεται ότι είναι πρώην μαφιόζος, ο οποίος είδε το “Ζωντανό Θεό” σε μια αστραπιαία αποκάλυψη, ενώ σχεδίαζε μια νέα απάτη που περιλάμβανε την ίδρυση μιας ψεύτικης θρησκείας. Η άλλη ήταν επιτυχημένο στέλεχος στη φούσκα του dotcom, αλλά κλονίστηκε όταν ο πατέρας του παιδιού της την άφησε και βρήκε παρηγοριά στο νέο της σύντροφο, τον άλλο διευθυντή. Σε κατάσταση μέθης τα Χριστούγεννα, μιλούσαν συναισθηματικά φορτισμένα για το “Ζωντανό Θεό”, με τρόπο σκέψης του τύπου “ήμουν τυφλός και τώρα βρήκα το φως μου”, ο οποίος είναι το σήμα κατατεθέν των ξαναγεννημένων Χριστιανών. Έχουν προσπαθήσει επίσης να βάλουν όλο το νέο προσωπικό στο ΑΛΦΑ, ένα διαθρησκευτικό εγχείρημα για να προσηλυτίσουν κόσμο στο Χριστιανισμό, και να οργανώσουν μηνιαίες “Ημέρες Θεού” στις οποίες οι εργαζόμενοι θα έπαιρναν άδεια με τον όρο να περνούν τη μέρα πίνοντας τσάι με τον ιεροκήρυκα. Όπως ήταν αναμενόμενο, πολλά άτομα του προσωπικού απέφυγαν αυτές τις δραστηριότητες, προτιμώντας μάλιστα να δουλέψουν παρά να παραβρεθούν στις προσπάθειες προσηλυτισμού.

Είχαν χαλαρώσει λίγο όταν ξεκίνησα τη δουλειά —κάποιος προφανώς τους πληροφόρησε ότι διέτρεχαν νομικό κίνδυνο αν συνέχιζαν να χρησιμοποιούν την εταιρεία τους ως ιεραποστολικό οργανισμό. Αλλά ο Θεός ακόμα έρχεται στη δουλειά σε σταθερή βάση —παρεμβαίνει για να μετατρέψει τον ετήσιο προϋπολογισμό της εταιρείας σε προφητεία ή χαρίζει στις τύχες της την ευλογία του. Το πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα για μένα ήταν όταν διόρθωσα ένα πρόβλημα στην ταχύτητα των ιστοσελίδων μας. Η εταιρεία αντιμετώπιζε για κάποιο καιρό μια φοβερά αργή λειτουργία των πολλών μικρών ιστοσελίδων που φιλοξενεί και οι πελάτες επιζητούσαν μια απάντηση. Καθώς η απόδοση μας ήταν τόσο κακή, μπορούσαμε να ανταποκριθούμε σε πολύ περιορισμένη κίνηση και, συνεπώς, σε έναν αντίστοιχα περιορισμένο αριθμό υποψήφιων επισκεπτών. Όταν διευθέτησα το ζήτημα, τα αφεντικά ήταν εμφανώς χαρούμενα: ξαφνικά ο αριθμός των πιθανών επισκεπτών που θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε σε κάθε ιστοσελίδα πολλαπλασιάστηκε περίπου 30 φορές. Αλλά αντί να ευχαριστήσει κατευθείαν εμένα, η διευθύντρια είπε απλά ότι δε μπορούσα να πάρω όλα τα εύσημα, αφού η ίδια προσευχόταν για καλύτερη απόδοση των ιστοσελίδων και έτσι θα έπρεπε να δώσει στο Θεό το μερίδιό του. Σαν απάντηση, ψέλλισα μια κοφτή και αποτυχημένη ειρωνεία, η οποία κατέληξε σε μουρμουρητό άνευ νοήματος.

Σαν καθημερινό συναίσθημα, ίσως το χειρότερο μέρος της δουλειάς είναι ότι πρέπει να αντιμετωπίσω την παράνοια που δημιουργεί το γεγονός ότι τα αφεντικά είναι παράφρονες σε βαθμό που μπορεί να μην ενεργούν πάντοτε προς όφελος της εταιρείας: τουλάχιστον, με έναν καπιταλιστή ο οποίος ενεργεί με την ξεκάθαρη λογική του υπολογισμένου προσωπικού οφέλους, ξέρεις που βρίσκεσαι. Όταν ο “Ζωντανός Θεός” παίζει σημαντικό ρόλο στο σχεδιασμό της πολιτικής της επιχείρησης, και όταν οι ιστορίες βρίθουν από τυχαίες και αναίτιες απολύσεις, όπως αυτή ενός εργαζομένου που απολύθηκε επειδή η γυναίκα του διαφώνησε με τη στάση των διευθυντών απέναντι στην ομοφυλοφιλία, το αίσθημα ότι μια γκιλοτίνα είναι στημένη πάνω από το λαιμό σου δε φεύγει σχεδόν ποτέ. Ο προϊστάμενος του τμήματός μου είναι ένας φρικαρισμένος κυκλοθυμικός τύπος, που τη μια μέρα πηγαίνει πάνω-κάτω στο γραφείο σαν καλοφουσκωμένο space hopper, ενώ την άλλη συμπεριφέρεται σαν το λοχία στο Full Metal Jacket. Αλλά είναι αρκετά ευπρεπής, και εύκολος στη συνεννόηση αν μάθεις τον κύκλο του.

***

Ένα από τα πιο αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά των “πολιτικών” αυτής της δουλειάς, είναι ένα άλλο είδος διπολισμού: ο διαχωρισμός και ο ανταγωνισμός μεταξύ του επιχειρησιακού πόλου και του τεχνικού. Οι τεχνικοί πάντα νιώθουν ότι η διοίκηση παίρνει αυθαίρετες αποφάσεις βασισμένες στις ανεπαρκείς γνώσεις της για τον τρόπο με τον οποίο τα πράγματα δουλεύουν στην πραγματικότητα. Ότι τα πράγματα θα πήγαιναν πολύ καλύτερα, αν εμείς που καταλαβαίνουμε, αφηνόμασταν ελεύθεροι να τα κάνουμε μόνοι μας. Η διοίκηση πιστεύει πάντα ότι οι τεχνικοί είναι μονομανείς, σχολαστικοί, αναίτια και παθολογικά απείθαρχοι. Ενώ η επιχείρηση εύχεται να μπορούσε να πετάξει στους αιθέρες απαλλαγμένη από αυτή την απειθαρχία του τεχνικού προσωπικού, αυτό εύχεται να αφηνόταν ελεύθερο ώστε να κάνει τη δουλειά σωστά: ότι η απειθαρχία είναι αυτή του πραγματικού κόσμου και των απαιτήσεών του. Κατά κάποιον τρόπο, αυτή η κατάσταση κάνει ευκολότερη την επικοινωνία μου με τους πιο κοντινούς συναδέλφους: αφού η επικοινωνία με τη διοίκηση προβλέπεται να διαμεσολαβείται από ένα συγκεκριμένο υπεύθυνο έργου (project manager), εγώ κυρίως ασχολούμαι με όσους βρίσκονται από τη δική μου πλευρά του διαχωρισμού, κι έτσι είναι δυνατόν ακόμη και να αναπτύξω μια συγκεκριμένη λογική του τύπου “εμείς εναντίον αυτών” από κοινού με τον προϊστάμενό μου, και να “κρύβομαι” πίσω από την επίσημη διαμεσολάβηση όταν η κατάσταση ξεφεύγει.

Σε αυτή την πλευρά του διαχωρισμού ζούμε εν μέρει μέσα στη φύση του παραγωγικού κεφαλαίου: η επιχειρηματικότητα και οι ανάγκες της εμφανίζονται σαν μια παρασιτική εξωτερικότητα που επιβάλλεται πάνω στην πραγματική διαδικασία παραγωγής σημαντικής αξίας χρήσης της εταιρείας. Σε αυτή την πλευρά του διαχωρισμού, είμαστε επίσης περίεργα δεμένοι με μια συγκεκριμένη κανονιστικότητα —όχι μόνο πρέπει να εκτελούμε σωστά τη δουλειά με την τεχνική έννοια του όρου, αλλά να σκεφτόμαστε με όρους παροχής χρήσιμων υπηρεσιών και εμπειρίας χρήστη (UX) και να προωθούμε την ελεύθερη ροή της πληροφορίας. Αυτό μερικές φορές καταλήγει σε απόλυτη σύγκρουση με τη διοίκηση: εκεί που οι τελευταίοι θα υποστηρίξουν τη διαστρέβλωση της γλώσσας και της αλήθειας στην προσπάθεια προώθησης “του προϊόντος”, οι προγραμματιστές θα προσπαθήσουν να ισορροπήσουν την κατάσταση προς όφελος της τιμιότητας, της ευπρέπειας και της διαφάνειας. Το “ό,τι βγαίνει προς τα έξω επιστρέφει πάλι πίσω” φαίνεται να είναι λίγο ή πολύ η επικρατούσα θέση στον κόσμο του web development στην εποχή μετά το Web 2.0: να παρέχεις τις υπηρεσίες δωρεάν ή φθηνά, να μεταφέρεις ελεύθερα τις πληροφορίες, να έχεις ανοικτά τα χαρτιά σου, να είσαι αξιόπιστος κι έτσι να ελπίζεις ότι με κάποιο τρόπο τα χρήματα θα έρθουν. Εάν η επιχείρηση λειτουργεί με την οπτική του χρηματικού κεφαλαίου, αντιμετωπίζοντας τον κόσμο σαν ένα βάρος ή εμπόδιο από το οποίο λαχταρά να απελευθερωθεί και ως συνέπεια αυτού προσπαθεί να πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες, τότε στον περίεργο κόσμο όπου η ίδια η τιμή των τεχνικών αντιτίθεται στο κεφάλαιο ως ανάπτυξη του Υπερεγώ του, η αξία χρήσης κυριαρχεί ως αξίωμα, τα πάντα υπόκεινται σε “λογικό έλεγχο” (για να χρησιμοποιήσω την ορολογία του αφεντικού μου) και η συσσώρευση αξίας εμφανίζεται σαν ένα συμπτωματικό παράπλευρο γεγονός.

Συνεπώς, δεν τρέφω αυταπάτες ότι ο ανταγωνισμός που υπάρχει στο εσωτερικό της εταιρείας παρέχει κάποιο έδαφος για ρομαντικές επαναστατικές ελπίδες. Η αλληλεγγύη που αναπτύσσουμε απέναντι στη διοίκηση, εκτός από το ότι μας παρέχει ανακούφιση και καταφύγιο από την εξατομικευμένη εκμετάλλευση, παρέχει και ένα “λογικό έλεγχο” για την εταιρεία την ίδια. Και πράγματι, η εταιρεία γνωρίζει πολύ καλά αυτή την κατάσταση και αυτός είναι γενικά ο λόγος για τη δημιουργία της θέσης του project manager, του οποίου σαφής ρόλος είναι η διαχείριση των σχέσεων μεταξύ των δύο πλευρών. Η αντίφαση μεταξύ του τεχνικού προσωπικού και της διοίκησης είναι παραγωγική για το κεφάλαιο: η επιταγή για δημιουργία αξίας εμποδίζει τους προγραμματιστές να χάνονται στις εσωτερικές τους ανησυχίες και ενδιαφέροντα, ενώ η ανάγκη για ρεαλιστικές λύσεις επιβάλλεται αντίστοιχα στη διοίκηση από τους προγραμματιστές αφού επιμένουν στην αναγκαιότητα ενός περισσότερο ή λιγότερο “επιστημονικού” τρόπου εργασίας.

Σε αυτή τη σχέση υπάρχει λίγος χώρος για “άρνηση της εργασίας”: με τον τεχνικό, εξατομικευμένο και εργο-κεντρικό χαρακτήρα του ρόλου, η λούφα συμβάλλει απλώς στην αυτοτιμωρία, αφού η δουλειά που δε γίνεται τώρα θα πρέπει να γίνει κάποια στιγμή αργότερα, με ακόμα μεγαλύτερο άγχος. Πέρα από αυτό, υπάρχουν ισχυρές διαπροσωπικές σχέσεις που συνοδεύουν το ρόλο μου: αφού μεγάλο κομμάτι της δουλειάς είναι “συνεργατικής φύσης” με την ευρεία έννοια, η ατομική άρνηση της εργασίας δημιουργεί γενικά ένα αίσθημα ενοχής απέναντι στους υπόλοιπους τεχνικούς. Ενώ πάντα θεωρούσα τις προηγούμενες δουλειές μου κωλοδουλειές στις οποίες πήγαινα μόνο με χανγκόβερ, τώρα νιώθω ότι πρέπει να μετριάσω την κοινωνική μου ζωή για να μη μετατραπεί η εργασιακή μου ζωή σε μια αθλιότητα. Το σαμποτάζ, επίσης, είναι πολύ δύσκολο, όχι εξαιτίας κάποιας “περηφάνιας” του ειδικευμένου εργάτη, αλλά εξαιτίας της φύσης του προϊόντος που παράγω: ενώ το σαμποτάζ στη γραμμή παραγωγής μπορεί να είναι μια λογική πρακτική, όταν η δουλειά κάποιου μοιάζει περισσότερο με αυτή του μάστορα, το σαμποτάζ ισοδυναμεί με το να κάνεις τη ζωή σου δυσκολότερη. Όλοι έχουμε ακούσει για ελεύθερους επαγγελματίες και εργαζόμενους με σύμβαση έργου που επίτηδες γράφουν μη συντηρήσιμο και μη διαχειρίσιμο αδόμητο κώδικα προκειμένου να μείνουν στη δουλειά. Αυτή η τεχνική μπορεί να έχει νόημα όταν η δουλειά βασίζεται εξ” ολοκλήρου σε συγκεκριμένα άτομα, αλλά όταν αφορά μια τυπική, σύγχρονη ομάδα ανάπτυξης που χρησιμοποιεί μεθοδολογίες διαχείρισης κώδικα που εστιάζουν στην ομαδικότητα και επικεντρώνονται στη διαρκή επικοινωνία, όπως ο “ευέλικτος” (agile) και ο “ακραίος” (extreme) προγραμματισμός, και όπου η “ιδιοκτησία” ενός έργου είναι συλλογική, τότε ο υψηλής ποιότητας και ευανάγνωστος κώδικας αποκτά προτεραιότητα που ξεπερνά την απλή επιθυμία κάποιου να κάνει καλά τη δουλειά του.

Φυσικά, υπάρχουν και οι κλασσικές συνήθειες, να σηκώνομαι με το ζόρι από το κρεβάτι, να φεύγω από τη δουλειά όσο πιο νωρίς γίνεται και να το παρατραβάω όσον αφορά την τυπικότητα —προσπαθώ να κάνω το χρόνο εργασίας “χρόνο για μένα” όσο μπορώ, ακούγοντας μουσική από το iPod ενώ δουλεύω, ξεκλέβοντας λίγη ώρα για να διαβάσω, ή συζητώντας διακριτικά με φίλους μου στο ίντερνετ. Αυτό είναι το ζουμί της εργατικής έρευνας. Αλλά στην περίπτωσή μου αυτή είναι η τελευταία γραμμή άμυνας. Είναι αντίστοιχο με την αντίσταση του ανθρώπινου σώματος στην πίεση της εργασίας: το κεφάλαιο δεν μπόρεσε ποτέ να αναγκάσει τους ανθρώπους να δουλεύουν 24 ώρες την ημέρα —ή έστω κοντά σε αυτό— και ο ίδιος ο άνθρωπος πάντα θα ελέγχει τα όρια του καθημερινού εργάσιμου χρόνου. Αυτή είναι η θεμελιώδης λογική της σχέσης κεφαλαίου-εργασίας και δε χρειαζόμαστε την ψευδο-κοινωνιολογία της εργατικής έρευνας για να την ανακαλύψουμε. Τέτοιες πράξεις λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο του τί είναι δυνατό να κάνεις σε μια συγκεκριμένη δουλειά και, στην πραγματικότητα, ορίζονται από αυτό το πλαίσιο. Η φαινομενική απειθαρχία της συχνής αργοπορίας μου θα εξαφανιζόταν σύντομα, αν έθετε σε κίνδυνο τον ίδιο το βιοπορισμό μου. Και η υπάρχουσα κοινωνική πίεση που συνοδεύει τη δουλειά μου είναι τέτοια που όσο χρόνο κι αν καταφέρω να κερδίσω μέσω της τεμπελιάς, τον χάνω όταν πλησιάζει το deadline του έργου και πρέπει να δουλέψω απλήρωτες υπερωρίες το βράδυ ή να εργαστώ για να φτιάξω τους servers στη μέση της νύχτας, όταν δε τους χρησιμοποιεί κανείς.

Μόνο όταν αρρωσταίνω και είμαι αντικειμενικά ανίκανος για εργασία, είναι που πραγματικά ξανακερδίζω χρόνο “για τον εαυτό μου”. Είναι παράξενο να χαίρεσαι για την εμφάνιση της γρίπης με τη σκέψη ότι, μέσα στην νωθρότητα της ανάρρωσης, μπορείς τελικά να ξανακάνεις πράγματα που είχες παρατήσει λόγω της δουλειάς. Εδώ η ασθένεια εμφανίζεται πράγματι ως “όπλο”, αλλά ένα όπλο που διεξάγει τη δική του μάχη και δεν το χειρίζεται ο πάλαι ποτέ επιτιθέμενος. Ωστόσο, αναρωτιέμαι μερικές φορές εάν η ίδια η ασθένεια μπορεί να θεωρηθεί ως απλά παθολογική – ως κάτι έκτακτο που επιβάλλεται στο σώμα εξωτερικά. Η ασθένεια μερικές φορές έρχεται με την αίσθηση της επιθυμίας, κάτι σαν διακοπές που το σώμα απαιτεί για τον εαυτό του. Ίσως υπάρχει μια συνέχεια μεταξύ της “κανονικής” αρρώστιας και του “φιλάσθενου”, όπως με είχε κατηγορήσει ένας έμπειρος ατζέντης προσωρινής εργασίας όταν εσκεμμένα έλειψα από την εργασία για μια εβδομάδα με την ακραία δικαιολογία ότι είμαι φοβερά άρρωστος. Είναι τουλάχιστον βέβαιο ότι αν η ασθένεια είναι το μοναδικό μας όπλο, λίγες ελπίδες υπάρχουν για κάποια “αντίσταση” που να έχει νόημα.

***

Αν λοιπόν, η εργατική έρευνα φέρνει στο φως κρυφές ιστορίες μικρο-εξεγέρσεων, δείχνοντας τις δυνατότητες αντίστασης στο έδαφος της καθημερινής εμπειρίας, και επακόλουθα προωθώντας την κατανόηση του εαυτού αλλά και των άλλων εργαζόμενων, εδώ πρόκειται για εργατική έρευνα με μια κυνική έννοια. “Αγωνιζόμαστε”. Είμαστε απείθαρχοι. Αλλά ως τεχνικοί ενάντια στη διοίκηση ο αγώνας και η απειθαρχία μας είναι συστατικά της κίνησης του κεφαλαίου, και ως εργαζόμενοι ενάντια στο κεφάλαιο ο αγώνας μας δεν έχει κανέναν ορίζοντα και τελικά μετά βίας που είναι αγώνας. Το καθημερινό μας συμφέρον ως εργαζόμενων είναι σε μεγάλο βαθμό ουσιαστικά προσδεμένο με το συμφέρον του κάθε μεμονωμένου κεφαλαίου. Αν οι προγραμματιστές αποτελούν πρωτοπορία στην ανάπτυξη της αξίας χρήσης, του τεχνολογικού φιλελευθερισμού, της συνεργασίας, της ηθικολογικής “βελτιστοποίησης πόρων”, της απελευθερωμένης πληροφορίας, είναι επειδή όλα αυτά είναι αναγκαία για την κίνηση του κεφαλαίου. Η συστηματική νόρμα η οποία χαρακτηρίζει την εργασιακή πρακτική μας είναι απλώς η γενίκευση της λογικής του κεφαλαίου.

Ακριβώς όπως το κοινωνικό κεφάλαιο θέτει τους περιορισμούς του με τη μορφή του κράτους προκειμένου να μην αυτοκαταστραφεί από το ληστρικό συμφέρον του κάθε επιμέρους κεφαλαίου, μετά από μια πρώιμη περίοδο κακής κωδικοποίησης λόγω του κατακερματισμού του διαδικτύου σε μια Βαβέλ από διαφορετικές πλατφόρμες, browsers και γλώσσες, μια κοινή παραδοχή αναπτύχθηκε στον κόσμο του προγραμματισμού για τη σημασία των προτύπων (web standards). Κεντρικό ρόλο σε αυτά τα πρότυπα παίζει η ιδέα της οικουμενικότητας: οτιδήποτε συμμορφώνεται με τα αυτά θα πρέπει να λειτουργεί και να υποστηρίζεται. Αν δεν ακολουθείς τα πρότυπα, είναι σα να γυρεύεις μπελάδες και είναι ευθύνη σου η σπατάλη κεφαλαίου στο τεχνολογικό περιθώριο. Η Microsoft κατέληξε να γίνει ουραγός λόγω της συνεχούς περιφρόνησής της για τα πρότυπα και της τάσης της να αναπτύσσει λογικές μονοπωλίου στο δημόσιο κόσμο του ίντερνετ. Οι προγραμματιστές άρχισαν να βάζουν λογότυπα με τα web standards στις προσωπικές τους ιστοσελίδες και έγιναν ένθερμοι υποστηρικτές τεχνολογιών όπως ο Mozilla Firefox, ο οποίος εκτός από το ότι είναι “ελεύθερο λογισμικό”, πάντα υπερισχύει του Internet Explorer όσον αφορά τη συμβατότητα με τα πρότυπα. Τα πρότυπα απέκτησαν κύρος στο ηθικό σύμπαν του προγραμματιστή μεγαλύτερο ακόμα και από αυτό του ελεύθερου λογισμικού. Το να τηρείς τα πρότυπα είναι σαν να ακολουθείς μια κοινά αποδεκτή ηθική αρχή, ενώ το να αποκλίνεις από αυτά αποτελεί μια ανάξια κατάπτωση στα ιδιαίτερα συμφέροντα μεμονωμένων ομάδων. Η διεθνοποίηση αυτών των πρακτικών στην εργασία έγινε η ιδιαίτερη επιταγή του πληροφοριακού κεφαλαίου: το καθήκον της “αόρατης εκκλησίας” του διαδικτύου.

***

Ενώ κάποια από τα χαρακτηριστικά που έχει ο ιδιαίτερα συλλογικός χαρακτήρας της εργασίας δεν εμφανίζονται με τον ίδιο τρόπο όντας freelancer, το “να είσαι το αφεντικό του εαυτού σου” τείνει να επιβάλλει στον ίδιο σου τον εαυτό σου ό,τι επιβάλλεται στους άλλους. Έχω εργαστεί ως freelancer λίγο καιρό πριν από αυτή τη δουλειά αλλά και στον ελεύθερό μου χρόνο ταυτόχρονα με τη δουλειά, και κάθε σκέψη αυτής της εργασίας τώρα μου προκαλεί ένα μικρό σκίρτημα στην καρδιά. Ως freelancer, κάποιος μπορεί εύκολα να καταλήξει να εργάζεται αμέτρητες ώρες ασχολούμενος με διάφορα projects στον “ελεύθερό” του χρόνο, με την εργασία να κυριαρχεί ολόκληρη τη ζωή εξαιτίας της μοιραίας αποτυχίας αυτοεπιβολής του διαχωρισμού εργασίας/ζωής, ο οποίος τουλάχιστον μας εξασφαλίζει μια παροδική απόδραση από τη βιωμένη εμπειρία της αλλοτριωμένης εργασίας. Τουλάχιστον, όταν φεύγω από το γραφείο, μπαίνω στον κόσμο της μη-εργασίας.

Πράγματι, ο σκληρός διαχωρισμός εργασίας/ζωής του εργαζόμενου 5ήμερο-8ωρο φαίνεται τεράστιος στη συνολική καθημερινή μου εμπειρία. Ενώ η Κυριακή είναι μια σταδιακή βύθιση στη δύσκολη σκέψη ότι η επιστροφή στην εργασία πλησιάζει, και μερικές φορές είναι η μέρα που σέρνεσαι από τις κραιπάλες του Παρασκευοσάββατου τις πρώτες πρωινές ώρες, το βράδυ της Παρασκευής είναι το ξεκίνημα ενός χάσματος που ολοένα και ανοίγει, ανάμεσα στην ακόρεστη επιθυμία και στο απελπισμένο κυνήγι της ικανοποίησης, του οποίου η ουσία είναι και πάλι μια αυτοεκμηδένιση μέσω του αλκοόλ. Γίνομαι όλο και περισσότερο μια ηδονιστική καρικατούρα του εαυτού μου, πιέζοντας τους άλλους να παρτάρουν με μεγαλύτερη ένταση και διάρκεια και σπαταλώντας πολύ από τον ελεύθερο χρόνο μου σε μια κατάσταση μέθης και χανγκόβερ. Αυτή είναι η επιθυμία του παλιού ροκ αντικομφορμισμού: το πέραν-της-εργασίας ως μια κατάσταση καθαρής υπερβατικής επιθυμίας και κατανάλωσης, η κενότητα μιας αγνής αφηρημένης ευχαρίστησης πέρα από την απλή αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Η άρνηση να αναπαράγουμε τους εαυτούς μας απλώς ως εργάτες σε συνδυασμό με μια επιθυμία να εκμηδενίσουμε τους εαυτούς μας ως ανθρώπους. Αυτό σημαίνει και το τραγούδι “1970” των Stooges.

***

Αλλά όταν βρίσκομαι σε αυτή την κατάσταση περιορισμένης συνειδητότητας νωρίς το πρωί μετά από κάποιο πάρτυ, γλιστρώντας μέσα και έξω από τα όνειρά μου, και ενώ η σύντομη προσπάθεια απελευθέρωσης του μυαλού μου το προηγούμενο βράδυ υποχωρεί, συχνά συνειδητοποιώ ότι ονειρεύομαι σε κώδικα. Μπορεί να είναι ένα από τα διάφορα είδη κώδικα —οποιοδήποτε από αυτά με τα οποία ασχολούμαι. Μια σειρά γραμμών θα πεταχτεί μέσα στο κεφάλι μου και θα τριγυρίζει πέρα δώθε αναπτυσσόμενη συνεχώς, σαν ένα κομμάτι κάποιας μελωδίας ή συζήτησης που επαναλαμβάνεται στα αυτιά σου. Τις περισσότερες φορές, αν είχα τις αισθήσεις μου σε τέτοιο βαθμό που να μπορώ να το επανεξετάσω, δε θα μου έκανε εντύπωση: αντιμετωπίζω αρκετές δυσκολίες όταν ασχολούμαι με το αντικείμενο ξύπνιος και υποθέτω ότι η ασυνείδητη σκέψη μου θα τα κατάφερνε λίγο καλύτερα. Αλλά κάποιες άλλες φορές δε βγάζει νόημα.

Πρόσφατα, ξύπνησα ένα πρωί με τη σκέψη ενός σφάλματος (bug) σε ένα κομμάτι κώδικα που είχα γράψει —ένα σφάλμα το οποίο δεν είχα αντιληφθεί νωρίτερα ότι υπήρχε. Ο νους μου ενώ κοιμόμουν εξέταζε την εργασία μιας εβδομάδας και είχε σκοντάψει πάνω σε ένα σφάλμα. Αφού είμαι ένας εργάτης γνώσης, και αφού η αναγνώριση και επίλυση τέτοιων προβλημάτων είναι το κύριο αντικείμενο της δουλειάς μου, δεν είναι τόσο εξωπραγματικό να ειπωθεί ότι εκτελώ πραγματική εργασία και στον ύπνο μου. Δεν είναι η μαγική γονιμότητα κάποιας γενικής δημιουργικής δύναμης, η οποία παράγει “αξία” για την κοινωνία έξω και οντολογικά πρωτύτερα από την εργασιακή διαδικασία. Είναι πραγματική εργασία για το κεφάλαιο, όμοια στα χαρακτηριστικά της με αυτή που εκτελώ στην καθημερινή δουλειά μου, αλλά παραγόμενη στον ύπνο μου. Ξαφνικά, η εφιαλτική ιδέα μιας νέας μορφής υπαγωγής, η οποία περιλαμβάνει το μετασχηματισμό κύριων δομών της συνείδησης, αρχίζει να αποκτά νόημα. Στην πραγματικότητα, πιστεύω ότι συγκεκριμένα μονοπάτια της σκέψης τείνουν να εγχαράσσονται όλο και περισσότερο στο μυαλό μου: η στιγμιαία αναγνώριση ότι υπάρχει πρόβλημα σε κάτι προκαλεί μια φευγαλέα σκέψη σχετικά με το κομμάτι του κώδικα στο οποίο αυτό εντοπίζεται, προτού αποτραβήξω συνειδητά το μυαλό μου από τον κόσμο του κώδικα κατανοώντας ότι η “εκσφαλμάτωση” (bugfixing) δεν επιλύει όλα τα προβλήματα. Αν και ακούγεται κωμικό, υπάρχει στο γεγονός κάτι το τρομαχτικό.

Πίσω από τη συγκεκριμένη σύνταξη μιας γλώσσας, δεν υπάρχει και μια ιδιαίτερη λογική, ή “τρόπος λειτουργίας” που έρχεται στο προσκήνιο όταν κάποιος σκέφτεται με αυτό τον τρόπο; Είναι κάτι το οποίο υποθέτω ότι δεν είναι ουδέτερο: η αφηρημένη, οργανική λογική του τεχνολογικού καπιταλισμού. Μια λογική διακριτών διαδικασιών, λειτουργιών, πόρων. Μια λογική δεμένη σε συγκεκριμένες “οντότητες”: τα αντικείμενα, τις κλάσεις και τα στιγμιότυπα του “αντικειμενοστραφούς προγραμματισμού”, ή τις οντότητες σε γλώσσες σήμανσης όπως η HTML. Αυτή είναι η λογική που όλο και περισσότερο κυριεύει τη σκέψη μου. Και όταν η σκέψη γίνεται μια μορφή δραστηριότητας παραγωγική για το κεφάλαιο —εργασία για την οποία κάποιος αμείβεται στην πραγματικότητα— όταν αυτή η μορφή δραστηριότητας γίνεται συνήθεια του νου και τον θέτει σε κίνηση “σα να έχει κυριευτεί από έρωτα”, ανεξάρτητα από τις συνειδητές, σκόπιμες προθέσεις του, τότε αυτό δε μας κάνει να αναρωτηθούμε αν ο εργάτης είναι ολοκληρωτικά εκείνο το αστικό υποκείμενο που το κεφάλαιο πάντοτε καλούσε στην αγορά εργασίας; εάν το υποκείμενο αυτής της εργασιακής διαδικασίας μπορεί είναι το κατάλληλο άτομο το οποίο θα έφτιαχνε το δικό του κόσμο, αν δεν ενεργούσε για την αλλοτριωτική, αφηρημένη δύναμη της αξίας; Όταν πιάνω τον εαυτό μου να υπόκειται στο φαινόμενο της εργασίας-στον-ύπνο, παρατηρώ ότι ενεργεί με έναν αλλοτριωμένο τρόπο, σκέφτεται με ένα τρόπο που μου είναι ξένος, δουλεύοντας έξω από την κανονική παραγωγική διαδικασία μέσω της απλής, αυθόρμητης διαδικασίας σκέψης. Ποιος μπορεί να πει ότι το ξεπέρασμα αυτής της “αλλοτρίωσης” δε θα είναι εκείνη η γλώσσα που θα πάρει τη θέση της μητρικής γλώσσας; Ότι η αλλοτρίωση δε θα καταβροχθίσει εξ” ολοκλήρου αυτό το οποίο αλλοτριώνει;

Ο χώρος εργασίας εδώ είναι ένα μέρος απομόνωσης, δεν επιτρέπει δηλαδή εκείνη την εξωτερικότητα του εργαζόμενου στην οποία έχουν νόημα και είναι πιθανές οι καθημερινές πράξεις ανυπακοής, δεν επιτρέπει την ανάπτυξη μιας αίσθησης λανθάνουσας “αυτονομίας” που στηρίζεται στην ίδια την εξωτερικότητα του εργαζομένου από την παραγωγική διαδικασία. Αντίθετα, επιτρέπει έναν παραγωγικό ανταγωνισμό όπου οι εργαζόμενοι παρέχουν στο κεφάλαιο “λογικό έλεγχο” και στον οποίο η απειθαρχία είναι ένα ακόμη συστατικό στοιχείο του κεφαλαίου. Αν, λοιπόν, η εργασία γίνεται μια απλή συνήθεια της σκέψης που μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή —ακόμη και στον ύπνο— τί ελπίδα υπάρχει εδώ για ένα επαναστατικό ξεπέρασμα του καπιταλισμού; Με τί μοιάζει ο επαναστατικός μας ορίζοντας; Φαίνεται σίγουρα ανόητο να τρέφουμε ελπίδες —τουλάχιστον με μια άμεση έννοια— στη φύση αυτής της διανοητικής εργασίας και των προϊόντων της, στο ίντερνετ ή στην “άυλη εργασία”.

Rob Lucas

Endnotes 2, Απρίλιος 2010

[1] Διεθνής κομμουνιστική επιθεώρηση που εκδίδεται σε άτακτα διαστήματα. Περισσότερες πληροφορίες μπορούν να βρεθούν στη διεύθυνση http://endnotes.org.uk , όπως και η πρωτότυπη μορφή του παρόντος κειμένου.

Μια κάποια εκπαίδευση

•5 Απριλίου, 2015 • Σχολιάστε

Το να αισθάνεσαι ευχαρίστηση για τις περιορισμένες δυνατότητές σου είναι ελεεινό· το να συναισθάνεσαι πόσο περιορισμένες είναι οι δυνατότητές σου όταν απέναντί σου έχεις κάτι πολύ Μεγάλο είναι, βέβαια, ταπεινωτικό, αλλά αυτή η ταπείνωση εξυψώνει.

— J. W. v. Goethe

Πρώτα πρώτα από κάπου ξεκινάς αυτή τη ριμάδα την εκπαίδευση την κατεξοχήν σε πρώτο πλάνο που λένε θεσπισμένη διαδικασία κοινωνικοποίησης αυτού του κόσμου στην περίπτωσή μου αν και σου λέω ότι σίγουρα έχει συμπτυχθεί η μνήμη πέρασα στην ελληνική επαρχία δώδεκα ολόκληρα χρόνια η αλήθεια είναι ότι η μόνη μονάδα μέτρησης του χρόνου που αναγνώρισα ήταν ο έρωτας μάλλον ως αποτέλεσμα διάπλασης του εγώ από τους γονείς μου των οποίων ο φόβος μη δεν αγαπήσω κοριτσάκια πρέπει να ήταν μεγαλύτερος και από το να καταλήξω πρεζάκιας αναρχικός λήσταρχος ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο όπως και να ‘χει όμως δε θα ξεχάσω τη Νάντια στο νηπιαγωγείο να παίζουμε με τα ξύλινα τουβλάκια της κυρά Δήμητρας να με κοιτάει στα μάτια να την κοιτώ στα μάτια να χαζεύω το καρεδάκι των μαλλιών της και να με ρωτάει γιατί έφυγα δυο ολόκληρους μήνες να πάω στο εξωτερικό και πώς είναι εκεί η θάλασσα και γιατί είναι η αδερφή μου μακριά και πως πέρασα και λοιπά συνεχίζαμε να γελάμε να κοιταζόμαστε και να φτιάχνουμε φακές με μπαμπάκι σε κεσεδάκια τοτάλ ύστερα στο δημοτικό ένας έρωτας σε κάθε σχολική χρονιά ήταν πάντα ο λάθος δίχως ανταπόκριση με κλάματα δαγκώματα και χαστούκια ήταν μόνο μία η αδυναμία κατάκτησης που με στοίχειωσε περισσότερο για να σου πω και την αλήθεια όμως φίλε με λίγη επιμονή και πολλή υπομονή κάπου συναντηθήκαμε στη μέση των προτιμήσεών μας και λίγα χρόνια αργότερα στο γυμνάσιο ερωτευτήκαμε αλλά σε αυτή πέρασε γρήγορα και οι δύο μήνες γεμάτοι από το άγγιγμά της φάνηκαν να μου αρκούν για την υπόλοιπη εφηβική ζωούλα μου σου λέω όμως στο ορκίζομαι δηλαδή ότι τώρα δε μ’ αρέσει πια μόνο τη στολκάρω σε κάποιο κοινωνικό δίκτυο για να δω τι κάνει επαγγελματικά ή προσωπικά κι αναρωτιέμαι ως μπανιστηρτζής αν έχει ακόμη αυτό το ξανθό χνούδι γύρω από τα χείλη της την πράσινη κορδέλα στα μαλλιά της αν την «ακολουθεί» ο αυστηρός μπαμπάς της όπως και τότε την ακολουθούσε χάθηκα που ήμουν ναι που λες στο δημοτικό μού άρεσε το εξώφυλλο του «εμείς κι ο κόσμος» αλλά θυμάμαι ότι ο εύστοχος αυτός τίτλος κατέληξε σε ένα δράμα των επιβατών του τρένου του ανταγωνισμού όχι του δικού μας ρε σύντροφε αυτόν τον έμαθα αργά την ώρα της κρίσης που λένε για της κυριαρχίας μιλώ ζήσαμε λοιπόν ένα δράμα που με τη συνδρομή των γονέων διαμορφώθηκε ως «εσύ κι αυτός κι ο υπόλοιπος κόσμος στη μέση για στοχοθεσία» αλλά έτσι είναι με τα παιδιά των κομμουνιστών και δη καθοδηγητών τέλος πάντων προχώρησα και πήγα στο γυμνάσιο που ξεκίνησαν να γίνονται πράγματα που έκαναν τον Πλάτωνα να κοκκινίζει εντάξει δεν είναι ψέμα ρε συ μια φορά στη ζωή σου τα φτιάχνεις με την πιο όμορφη κοπέλα του σχολείου ή κατεβαίνεις σε αντιπολεμική πορεία του ΚΚΕ εικάζω τώρα που το σκέφτομαι ότι είχαν σχέση και τα δύο με τη θέση μου στο δεκαπενταμελές καθώς βλέπεις ο γραμματέας όφειλε να διαδραματίζει ελεγκτικό ρόλο και μπορούσε να καρφώσει τυχόν ανάρμοστες συμπεριφορές στο διευθυντή κι έτσι κι έκανα δε θα σου κρύψω κάρφωσα γιατί δεν ήθελα να κλέψω εννοώ ήθελα να κλέψω αλλά όχι αυτά τα λεφτά μπορεί να μην ήθελα να κλέψω καθόλου λεφτά ποιος ξέρει τέλος πάντων δεν έκλεψα τότε και με δημόσιο κατηγορώ παραιτήθηκα λοιπόν όπως θα έκανε κάθε στέλεχος πολυεθνικού οργανισμού για λόγους διαφάνειας που έχει καταγωγή σοσιαλδημοκρατική στα οικογενειακά πιστεύω που λένε και σέβεται εαυτόν θυμάμαι όμως και τότε που ήμουν άδικος ας πούμε μετά από χρόνια τότε που έκανα φαντάρος στο παλαιό ψυχικό και στο μετρό συνάντησα το φώτη να δείχνει μόνος κι ανεξάρτητος αυτό πουλάει μαζί με το δικηγοριλίκι έτσι μου έλεγε και θυμήθηκα ότι στο σχολείο ήταν πάντα μόνος κι ανεξάρτητος και θύμα μοναδικό μεν θύμα δε του μπούλινγκ μου ναι είχαν και τα ύστερα 90ς τέτοια πράγματα τέλος πάντων τον συνάντησα τότε ξενερωμένο γιατί λέει τι σκατά βύσμα έβαλε ο δικός του και τον πάει δύο μία ντροπή ω καιροί ω ήθη που κάποτε το ΠΑΣΟΚ ήταν κυβέρνηση και ο μπαμπάς αντιπρόεδρος στο χωριό νόμιζε ότι στη μνημονιακή Ελλάδα θα περνούσαν αυτά ο φώτης που λες έδειχνε στυγνός επαγγελματίας πια ξυπνοπούλι μού ανέλυε τα τελευταία νέα του εργασιακού μεσαίωνα της δικηγορίας και κοίταζε και το κορίτσι στην απέναντι θέση αλλά δυστυχώς θέλει να φύγει κι αυτός για έξω και έτσι θα μείνουμε μόνοι σ’ αυτόν τον τόπο με τα κορίτσια της απέναντι θέσης να σφυρίζουν αδιάφορα όμως πάλι ξέφυγα και δε σου είπα για το λύκειο έκει που κοινωνικοποιήθηκα μια και καλή στον κόσμο των αφεντικών των καθηγητάδων και της αξιοκρατίας προφανώς τα ξέρεις κι εσύ αυτά όμως άκου κι αυτό για να το ‘χεις στο νου σου όταν με διαβάζεις η τελευταία τάξη ήταν λίγο ζόρικη με καλή παρέα δε όμως απαιτούσε δομικές αλλαγές στη σκέψη μου κι εκεί τα βρήκα σκούρα όταν έπιανα το στυλό να βάλω θεματική περίοδο λεπτομέρειες και κατακλείδα που λες ρε συ τα κατάφερα προς το τέλος της χρονιάς και έδειχναν άρτια τα γραπτά μου κάτι τέτοιο πίστευαν οι καθηγητές και κόντεψαν να με πείσουν τι κόντεψαν δηλαδή με έπεισαν αλλά την ώρα της κρίσης η αξιοκρατία μίλησε και το δέκα κόμμα τρία έμεινε να μου θυμίζει τι σημαίνει μια κάποια εκπαίδευση.

primary school sucks

Η απόλυτη δραστηριότητα, οποιασδήποτε μορφής, οδηγεί τελικά στη χρεωκοπία.